- παρασκευαζομένους
- παρασκευάζωpres part mp masc acc plπαρασκευάζωpres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάγνωσις — κατάγνωσις, ἡ (Α) [καταγιγνώσκω] 1. περιφρόνηση, αποδοκιμασία («αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῑοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους», Θουκ.) 2. μομφή, κατηγορία 3. δυσμενής κρίση, καταδίκη («τὴν κατάγνωσιν τοῡ θανάτου», Ξεν.) 4. η… … Dictionary of Greek